- υποβολιμαίοι
- ὑποβολιμαῖοιὑποβολιμαῖοςbrought in by stealth: masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὑποβολιμαῖοι — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… … Dictionary of Greek